αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… … Dictionary of Greek
αλυσωτή αντίδραση — Σύνολο πυρηνικών αντιδράσεων που προκύπτουν από μία αρχική αντίδραση (συνήθως πυρηνική σχάση) με τέτοιο τρόπο ώστε, αν από την αρχική δημιουργήθηκαν σε πρώτο στάδιο Κ αντιδράσεις, καθεμιά από αυτές μπορεί σε δεύτερο στάδιο να δημιουργήσει K… … Dictionary of Greek
Φριντέλ - Κραφτς, αντίδραση των- — Οργανική σύνθεση που οδηγεί στην αλκυλίωση των αρωματικών υδρογονανθράκων με αλειφατικά αλογονίδια διαμέσου καταλυτών, όπως το χλωριούχο αργίλιο, ο χλωριούχος σίδηρος, το φθοριούχο βόριο κλπ. (που ταξινομήθηκαν κατά φθίνουσα δραστηριότητα). Η… … Dictionary of Greek
εξώθερμη αντίδραση — Χημική αντίδραση που συνοδεύεται με έκλυση θερμότητας όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, κατά τον σχηματισμό του διοξειδίου του άνθρακα, από άνθρακα και οξυγόνο: C + O2 → CO2 + 94.000 cal και κατά τη σύνθεση του νερού: Η2 + 1/2 O2 → Η2Ο + 68.330 cal … Dictionary of Greek
πυρηνική σύντηξη — Αντίδραση στην οποία πυρήνες που διαθέτουν υψηλότατη ενέργεια συγκρούονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να ανακαταταγούν τα αντίστοιχα νουκλεόνιά τους (πρωτόνια και νετρόνια), σχηματίζοντας δύο ή περισσότερα προϊόντα αντίδρασης, και να… … Dictionary of Greek
καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… … Dictionary of Greek
χημική σύνθεση — Αντίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων στοιχείων με αποτέλεσμα να σχηματιστεί μία ή περισσότερες ενώσεις. Οι νόμοι, που διέπουν τις συνθέσεις αυτές, έγιναν γνωστοί κυρίως μετά την εργασία του Λαβουαζιέ, οπότε η χημεία απέκτησε ποσοτικό χαρακτήρα. Ο… … Dictionary of Greek
αποκαρβοξυλίωση — Αντίδραση χημική που έχει ως αποτέλεσμα την αφαίρεση διοξειδίου του άνθρακα από μία οποιαδήποτε ένωση. Ένας χαρακτηριστικός τύπος α. είναι η απόσπαση μίας ή περισσότερων καρβοξυλικών ομάδων από ένα μόριο οργανικού οξέος με τον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
διμερίωση — Αντίδραση διάσπασης κατά την οποία το ένα μέρος μιας χημικής ένωσης ανάγεται, ενώ ταυτόχρονα το άλλο οξειδώνεται. Στις ανόργανες ενώσεις η διμερής αυτοοξειδοαναγωγική αντίδραση γίνεται με τη μεταφορά ατόμων χλωρίου ή άλλων αλογόνων, ενώ στις… … Dictionary of Greek
παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον … Dictionary of Greek