αντίδραση

αντίδραση
η
1. ενέργεια αντίθετη σε άλλη, αντίσταση: Ο οργανισμός του δεν παρουσιάζει αντίδραση στην αρρώστια.
2. προσπάθεια που στρέφεται εναντίον κάποιου μέτρου: Σημειώθηκε αντίδραση των εμπόρων στα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης.
3. αντίπραξη στις καινούριες ιδέες: Εκδηλώθηκε αντίδραση στις κυβερνητικές αποφάσεις για καινοτομίες στη γλώσσα και στη διδασκόμενη στα σχολεία ύλη.
4. (φυσ.), «αντίδραση αλυσιδωτή», πυρηνική αντίδραση κατά την οποία τα πρώτα άτομα ή πυρήνες, που παίρνουν μέρος στην αντίδραση, ελευθερώνουν ενέργεια αρκετή για να επεκταθεί η αντίδραση και στα γειτονικά άτομα.
5. (χημ.), φαινόμενο που προκαλείται με την επίδραση μιας ουσίας πάνω σ' άλλη.
6. (ψυχολ.), η ενσυνείδητη ενέργεια που προκαλείται από κάποιο ερέθισμα· ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στο ερέθισμα και την ενσυνείδητη ενέργεια λέγεται «χρόνος αντίδρασης».

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

  • αλυσωτή αντίδραση — Σύνολο πυρηνικών αντιδράσεων που προκύπτουν από μία αρχική αντίδραση (συνήθως πυρηνική σχάση) με τέτοιο τρόπο ώστε, αν από την αρχική δημιουργήθηκαν σε πρώτο στάδιο Κ αντιδράσεις, καθεμιά από αυτές μπορεί σε δεύτερο στάδιο να δημιουργήσει K… …   Dictionary of Greek

  • Φριντέλ - Κραφτς, αντίδραση των- — Οργανική σύνθεση που οδηγεί στην αλκυλίωση των αρωματικών υδρογονανθράκων με αλειφατικά αλογονίδια διαμέσου καταλυτών, όπως το χλωριούχο αργίλιο, ο χλωριούχος σίδηρος, το φθοριούχο βόριο κλπ. (που ταξινομήθηκαν κατά φθίνουσα δραστηριότητα). Η… …   Dictionary of Greek

  • εξώθερμη αντίδραση — Χημική αντίδραση που συνοδεύεται με έκλυση θερμότητας όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, κατά τον σχηματισμό του διοξειδίου του άνθρακα, από άνθρακα και οξυγόνο: C + O2 → CO2 + 94.000 cal και κατά τη σύνθεση του νερού: Η2 + 1/2 O2 → Η2Ο + 68.330 cal …   Dictionary of Greek

  • πυρηνική σύντηξη — Αντίδραση στην οποία πυρήνες που διαθέτουν υψηλότατη ενέργεια συγκρούονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να ανακαταταγούν τα αντίστοιχα νουκλεόνιά τους (πρωτόνια και νετρόνια), σχηματίζοντας δύο ή περισσότερα προϊόντα αντίδρασης, και να… …   Dictionary of Greek

  • καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… …   Dictionary of Greek

  • χημική σύνθεση — Αντίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων στοιχείων με αποτέλεσμα να σχηματιστεί μία ή περισσότερες ενώσεις. Οι νόμοι, που διέπουν τις συνθέσεις αυτές, έγιναν γνωστοί κυρίως μετά την εργασία του Λαβουαζιέ, οπότε η χημεία απέκτησε ποσοτικό χαρακτήρα. Ο… …   Dictionary of Greek

  • αποκαρβοξυλίωση — Αντίδραση χημική που έχει ως αποτέλεσμα την αφαίρεση διοξειδίου του άνθρακα από μία οποιαδήποτε ένωση. Ένας χαρακτηριστικός τύπος α. είναι η απόσπαση μίας ή περισσότερων καρβοξυλικών ομάδων από ένα μόριο οργανικού οξέος με τον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • διμερίωση — Αντίδραση διάσπασης κατά την οποία το ένα μέρος μιας χημικής ένωσης ανάγεται, ενώ ταυτόχρονα το άλλο οξειδώνεται. Στις ανόργανες ενώσεις η διμερής αυτοοξειδοαναγωγική αντίδραση γίνεται με τη μεταφορά ατόμων χλωρίου ή άλλων αλογόνων, ενώ στις… …   Dictionary of Greek

  • παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”